μισθοφορικάς — μισθοφορικά̱ς , μισθοφορικός mercenary fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
κονδοτιέρος — (condothiero). Ο αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων κατά τον Μεσαίωνα. Αργότερα επικράτησε αυτός ο χαρακτηρισμός γενικά για όλους τους μισθοφόρους και επιπλέον για τους πολεμιστές των άτακτων ομάδων, οι οποίες, στη διάρκεια της μάχης, βοηθούσαν… … Dictionary of Greek
ξενοτροφώ — ξενοτροφῶ, έω (Α) [ξενοτρόφος] διατηρώ μισθοφορικά στρατεύματα («χρήμασι γὰρ αὐτοὺς ξενοτροφοῡντας καὶ ἐν περιπολίοις ἅμα ἀναλίσκοντας», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ξενοτρόφος — ξενοτρόφος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που περιποιείται τους ξένους αρχ. αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος)] … Dictionary of Greek
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
τουρκόπουλος — ὁ, Μ στον πληθ. οἱ τουρκόπουλοι (στο Βυζ.) μισθοφορικά στρατεύματα από εκχριστιανισμένους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + πουλος*] … Dictionary of Greek
φοιδεράτος — ο / φοιδερᾱτος, ΝΜΑ και φαιδεράτοι Ν, και ως επίθ. φοιδέρατος και φεδέρατος και φιδέρατος, άτη, ον, Μ 1. (στην αρχ. Ρώμη) ανεξάρτητες πολιτείες που συνδέονταν με τη Ρώμη με συνθήκες και τών οποίων οι κάτοικοι ήταν σύμμαχοι τών Ρωμαίων, αλλά δεν… … Dictionary of Greek